- συνεσταλμένην
- συστέλλωdraw togetherperf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαταχωρίζω — Α [καταχωρίζω] 1. κατανέμω («τούτους ἀπογραφομένους χαράσσεσθαι..., οὓς καὶ προκαταχωρίσαι εἰς τὴν συνεσταλμένην αὐθεντίαν», ΠΔ.) 2. καταχωρίζω, καταγράφω («προκαταχωρίζειν τὰς λέξεις», Απολλ. Κιτ.) 3. καταθέτω ως μάρτυρας για κάποιον 4.… … Dictionary of Greek